δεκάμηνα

δεκάμηνα
δεκάμηνος
ten months old
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δεκάμηνος — η, ο (AM δεκάμηνος, ον) 1. διάρκειας δέκα μηνών («δεκάμηνος περίοδος») 2. ηλικίας δέκα μηνών («δεκάμηνα βρέφη») 3. γεννημένος μετά τη συμπλήρωση τού δέκατου μήνα τής κύησης 4. το ουδ. ως ουσ. δεκάμηνο, το χρονικό διάστημα δέκα μηνών αρχ. αυτός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”